- συμπαίκτῃ
- συμπαίκτηςsenpectasmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντισφαιρίζω — ἀντισφαιρίζω (Α) στέλνω πίσω τη σφαίρα (τη μπάλα) στον συμπαίκτη μου … Dictionary of Greek
εφεδρίζω — ἐφεδρίζω (Α) [εφέδρα] 1. παίζω τον εφεδρισμό*, κάθομαι στη ράχη τού συμπαίκτη που νίκησα 2. (μτχ. ενεστ.) Ἐφεδρίζοντες τίτλος έργου τού Φιλήμονος … Dictionary of Greek
κολλαβίζω — (Α) [κόλλαβος] παίζω παιχνίδι κατά το οποίο ένας από τους συμπαίκτες κρατά με το χέρι κλειστά τα μάτια άλλου συμπαίκτη και, ενώ κάποιος άλλος τόν χτυπά, αυτός προσπαθεί να μαντέψει ποιός τόν χτύπησε … Dictionary of Greek
μονός — ή, ό (Μ μονός, ή, όν) (για αριθμό) αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί διά τού δύο, περιττός, σε αντιδιαστολή προς τον άρτιο, τον ζυγό νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο στοιχείο, απλός, μονομερής («μονή κλωστή») 2. (για άνθος) αυτός που … Dictionary of Greek
μπιζ — (I) το είδος παιχνιδιού κατά το οποίο ένας από τους παίκτες είναι όρθιος και φέρει στο στήθος τον δεξιό βραχίονα βγάζοντας ανοιχτή την παλάμη κάτω από την αριστερή μασχάλη, ενώ με το αριστερό χέρι καλύπτει τα μάτια του, και έτσι δέχεται διαδοχικά … Dictionary of Greek
πασάρω — και πασαίρνω και πασέρνω 1. μεταβιβάζω, διαβιβάζω κάτι από χέρι σε χέρι 2. (κατ επέκτ.) κατορθώνω με επιτήδειο τρόπο να δώσω σε άλλον κάτι που μού προκαλεί βάρος ή ενόχληση («μού πάσαρε το σχισμένο χιλιάρικο») 3. (αθλ.) μεταβιβάζω την μπάλα σε… … Dictionary of Greek
σκριν — το, Ν άκλ. (ξεν.) (στην καλαθόσφαιρα) κίνηση με την οποία ένας παίκτης παίρνει θέση μπροστά από τον αντίπαλο προκειμένου να τόν εμποδίσει να πλησιάσει τον ετοιμαζόμενο να σημειώσει καλάθι συμπαίκτη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. screen «προπέτασμα»] … Dictionary of Greek
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek
Πάτροκλος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους γιους του Ηρακλή με τη θεσπιάδα Πυρίππη. Τον σκότωσε η μητέρα του με την προτροπή του πατέρα της. 2. Ομηρικός ήρωας, φίλος του Αχιλλέα. Γιος του αργοναύτη Μενοιτίου, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει,… … Dictionary of Greek